Ο Πλάτανος στην πλατεία Αγνάντων


- Χτυπήθηκε από την ασθένεια των πλατάνων, "το μεταχρωματικό έλκος"

 Κείμενο: Χρήστος Τούμπουρος

Στην άκρη της πλατείας, της κεντρικής πλατείας των Αγνάντων, στέκει περήφανα και αρχοντικά, ο γέρο πλάτανος, που σε καθημερινή βάση κουνάει ανάρια και καμαρωτά τα κλωνάρια του και «σειέται και λυγιέται και αχολογάει και τρίζει». (Φώτο)



Εκατόν τριάντα έξι (136) χρόνια εκεί, φυτεμένος το 1881 -με την απελευθέρωση των Τζουμέρκων- σημάδι και σηματωρός της τζουμερκιώτικης ύπαρξης και ιστορίας. Σημείο αναφοράς για τους Αγναντίτες και τόπος προσδιορισμού για όλους όσοι επισκέφτηκαν την Άγνατα. «Από την Άγναντα είσαι, με τον πλάτανο στην πλατεία;»

Αυτός, λοιπόν, ο πλάτανος, που ταυτίστηκε με τη ζωή των Αγναντιτών, τελειώνει. Χτυπήθηκε από την ασθένεια των πλατάνων, "το μεταχρωματικό έλκος" και διαπιστωμένα πλέον «διάγει το τέλος της ζωής του». Τόσο απλά και τόσο περιγραφικά! Θα μού πει κάποιος: «Έλα, μωρέ τώρα. Πλατάνι είναι, όλα έχουν κάποιο τέλος. Εδώ τελειώνουμε εμείς. Ο πλάτανος σε μάρανε;».


Σωστά, με μια απλή παρατήρηση. Εμείς τον πλάτανο δεν τον είδαμε και δεν τον νιώσαμε ποτέ γέρο, αλλά τον ζήσαμε ακμαίο και ζωντανό που έλουε φυσομανούσε στην ψυχή μας και άλλοτε δρόσιζε τη σκέψη μας. Κι όσο κι αν θέλουμε να το αποφύγουμε η σκέψη μας στροβιλίζεται σε γεγονότα, καταστάσεις, επεισόδια, γιορτές, πανηγύρια, γάμους, γιατί αληθινά σ’ όλα αυτά «έβαζε τη σφραγίδα του» ο πλάτανος.

Έτσι έγινε και φέτος που απ’ ό,τι φαίνεται ήταν το τελευταίο πανηγύρι που μας συνόδευσε. Κι όλους τους συμπανηγυριστές κυρίευσε μια άφατη νοσταλγία και μια ονειρική αναπόληση και δίχως να το καταλάβουν ξεκίνησαν το πανηγύρι με το τραγούδι «κάτω από το γέρο πλάτανο έγειρα να πλαγιάσω».

Και λες πως συμμετείχε κι αυτός με πανηγυριάτικη ψυχή και μεράκι αληθινό και συνοδεύοντάς μας φυσομανούσε ασταμάτητα θέλοντας να μας πει πως ούτε γέρος είναι, παρά τα εκατόν τριάντα έξι χρόνια του (136) , ούτε πλάγιασμα ανέχεται, αλλά θέλει ζωντάνια, δράση και ζωή.


Κι ένας αέρας φύσαγε δυνατός που τριζοκοπούσε τα κλώνάρια του και μας συνόδευε στο καγκελάρι. «Τέτοια ώρα ήταν εψές, τέτοια και παραπροψές». Και συμμετείχε, λες και ήταν πρωτοχορευτής, μπαϊρακτάρης του χορού, κι έκανε διπλο και τριπλοκάγκελα, ώσπου στο τέλος έδωσε εντολή «στο χορό να μπουν οι ξένοι». Και μπήκαν οι ξένοι και χόρεψαν και συμπανηγύρισαν. Έτσι ένιωσαν την ηπειρώτικη φιλοξενία.


Και συνειρμικά όλους μας οδήγησε σε γάμους-τόσους και τόσους συνόδευε εκεί στην πλατεία- στο παραθύρι της περδικομάτας – νύφης «Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο παραθύρι» και στον ύμνο της Τζουμερκιώτισσας. «Μια κόρη Τζουμερκιώτισσα…».

Σε γιορτές και γιορτάσια. Κι αχολόγαγε όλη η περιοχή με τον Ύμνο των Τζουμέρκων, «Τζουμέρκα μου περήφανα» και κανένας δεν έλεγε να αποσχιστεί, να φύγει από το πανηγύρι. Δεν μέτρησε μόνο τόσα πανηγύρια ο πλάτανος.


Εκδηλώσεις, επέτειοι, Απόκριες, Ομιλίες εθνοσωτήρων, έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας (ε, όχι ο πλάτανος δεν ντροπιάζεται με τίποτε, μόνο -πιστεύω- πως αν μπορούσε τι ξύλο θα ‘ριχνε δε μολογιέται).

Και παρά το κρύο –πρωτόφαντο τέτοια εποχή- ως και η φύση μοιρολογούσε με τον τρόπο της και αυτή «το θάνατο του πλατάνου». Κι όλοι μας ανέκφραστοι, συμπανηγυρίζοντες, νιώθαμε πως η ζωή προχωράει, πάντοτε με περηφάνια και αξιοπρέπεια.

Το θέμα, λοιπόν, είναι ο αξιοπρεπής θάνατος! Με ίσιο κορμί, όρθιος και όχι ορθούμενος, παραδειγματιζόμενοι από τη λεβέντικη κορμοστασιά και περισσότερο από τον πανάξιο θάνατο. Αληθινή ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ! , αληθινό δίδαγμα ζωής.

Μαζί μ’ αυτά και μ’ άλλα τόσα μού ήγρθε στο μυαλό μου και σιγοαπήγγειλα κείνο το εξαιρετικό σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη «Η ελιά», μόνο που αντί για ελιά έβαλα τη λέξη «ο πλάτανος».

Ἡ Ἐλιά
Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.
Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.
Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες
ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

Έτσι κατανοήσαμε το φευγιό του πλατάνου μας, χαιρετίσαμε το θάνατό του και νιώσαμε τι πα να πει ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ!

* Φώτο: Νίκος Κοντογιώργος



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ